ψευδονύμφευτος

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

German (Pape)

[Seite 1395] γάμος, falsche, nicht wirklich vollzogene Heirath, Eur. Hel. 888.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδονύμφευτος: γάμος, ὁ ψευδής, ὁ κατὰ προσποίησιν γάμος, Εὐρ. Ἑλ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est un mariage simulé, un mariage blanc.
Étymologie: ψευδής, νυμφεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» — εικονικός γάμος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -νύμφευτος (< νυμφεύω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδονύμφευτος: (о браке) ложный, мнимый, недействительный (γάμοι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδονύμφευτος -ον [ψευδής, νυμφεύω] van of bestaande uit een schijnhuwelijk:. δώρημα Κύπριδος ψευδονύμφευτον een geschenk van Aphrodite in de vorm van een schijnhuwelijk Eur. Hel. 883.