καταψυκτικός

From LSJ
Revision as of 16:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψυκτικός Medium diacritics: καταψυκτικός Low diacritics: καταψυκτικός Capitals: ΚΑΤΑΨΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapsyktikós Transliteration B: katapsyktikos Transliteration C: katapsyktikos Beta Code: katayuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A cooling, Arist.Resp.479a31.

Greek (Liddell-Scott)

καταψυκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταψύχειν, δροσίζειν, δροσιστικός, νεότης ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Ἀριστ. π. Ἀναπν. 18. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταψυκτικός, -ή, -όν) καταψύχω
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει κατάψυξη
αρχ.
δροσιστικός.

Russian (Dvoretsky)

καταψυκτικός: охлаждающий, освежающий Arst.