ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
pf. Pass. de πιαίνω.
πεπίασμαι indic. perf. med.-pass. van πιαίνω.
πεπίασμαι: pf. pass. к πιαίνω.