προχοΐς

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχοΐς Medium diacritics: προχοΐς Low diacritics: προχοΐς Capitals: ΠΡΟΧΟΪΣ
Transliteration A: prochoḯs Transliteration B: prochois Transliteration C: prochois Beta Code: proxoi/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, Dim. of πρόχοος,= ἀμίς,

   A chamber-pot, X.Cyr. 8.8.10, cf. Ath.11.496c.    II = ἐπίχυσις, AB294.

German (Pape)

[Seite 800] ίδος, ἡ, dim. von πρόχοος; Xen. Cyr. 8, 8, 10, wo es von Ath. XI, 496 c durch κύλικες erklärt wird, wahrscheinlich aber = ἀμίδες ist, womit es Hesych. erkl. – In B. A. 294 steht προχοῒς ἡ ἐπίχυσις καλουμένη.

Greek (Liddell-Scott)

προχοΐς: ΐδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πρόχοος, = ἀμίς, οὐροδοχεῖον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. Ἀθήν. 469C. ΙΙ. = ἐπίχυσις, Α. Β. 294, 32.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
vase de nuit.
Étymologie: προχέω.
Par. ἀμίς, λάσανον.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. προχοΐδα.

Greek Monotonic

προχοΐς: -ΐδος, ἡ, υποκορ. του πρόχοος, ουροδοχείο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προχοΐς -ΐδος, ἡ [πρόχοος] po.

Russian (Dvoretsky)

προχοΐς: ΐδος (ῐδ) ἡ туалетный таз Xen.