καταχορηγέω
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
A lauish as χορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42: generally, spend or contribute lavishly, οὐσίας τισί D.H.3.72; τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9; squander upon, τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13; εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f; κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3.
Greek (Liddell-Scott)
καταχορηγέω: δαψιλῶς δαπανῶ ὡς χορηγὸς ἢ ἐν τῇ χορηγίᾳ, ὑπέρ τινος Λυσ. 155. 33˙ καθόλου, δαπανῶ δαψιλῶς, καταδαπανῶ, σπαταλῶ εἴς τι, τί τινι Διον. Ἁλ. 3. 72˙ κ. τὰ οἰκεῖα Πλουτ. Λύσ. 9˙ τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 13˙ τὰ τῶν στρατευμάτων ἐφόδια καταχορηγοῦντες εἰς τὸ θέατρον ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. 348˙ πρβλ. καταλειτουργέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 dépenser en frais de chorégie;
2 dépenser, gaspiller, acc..
Étymologie: κατά, χορηγέω.
Greek Monotonic
καταχορηγέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω ως χορηγός· γενικά, σκορπώ γενναιόδωρα, διασπαθίζω, διασκορπίζω, ξοδεύω, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.
Russian (Dvoretsky)
καταχορηγέω: 1) расходовать по обязанностям хорега, тратить на хорегии (πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.);
2) растрачивать, расточать (εἰς δεῖπνα καὶ θυσίας Plut.); проматывать (τὰ οἰκεῖα Plut.).