ἀεθλοφόρος
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ον, Ep. and Lyr. for ἀθλοφόρος.
German (Pape)
[Seite 38] den Kampfpreis davon tragend, ἵππος, ἵπποι Il. 22, 22. 168, wie H. h. Cer. 110; Ibyc. 2; Leont. 11 (I X, 650); der Sieger, Her. 1, 31; auch Pind. N. 6, 24; λῆμα 3, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεθλοφόρος: -ον, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀθλοφόρος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀθλοφόρος.
English (Autenrieth)
prize-winning; only of horses.
English (Slater)
ἀεθλοφόρος (αε-, ᾰε̄-.)
1 prize-winning ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν (O. 7.7) ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν (N. 3.83) as subs., ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23)
Greek Monotonic
ἀεθλοφόρος: -ον, Επικ. και Ιων. αντί ἀθλοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀεθλοφόρος: ион. = ἀθλοφόρος.