πάμφλεκτος

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφλεκτος Medium diacritics: πάμφλεκτος Low diacritics: πάμφλεκτος Capitals: ΠΑΜΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: pámphlektos Transliteration B: pamphlektos Transliteration C: pamflektos Beta Code: pa/mflektos

English (LSJ)

ον,

   A all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.

German (Pape)

[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.

Greek Monolingual

πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].

Greek Monotonic

πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] aan alle kanten aangestoken.