προϋφαρπάζω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.
German (Pape)
[Seite 795] (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.
Greek Monolingual
Α ὑφαρπάζω
υφαρπάζω, αρπάζω κρυφά ή δόλια προηγουμένως.
Russian (Dvoretsky)
προϋφαρπάζω: раньше похищать, тайком утаскивать Sext.