καταπελτικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπελτικός Medium diacritics: καταπελτικός Low diacritics: καταπελτικός Capitals: ΚΑΤΑΠΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katapeltikós Transliteration B: katapeltikos Transliteration C: katapeltikos Beta Code: katapeltiko/s

English (LSJ)

v. καταπαλτικός.

German (Pape)

[Seite 1369] ή, όν, zur Katapulte gehörig; βέλος, das Geschoß der Katapulte, Strab. VII, 330 Pol. 11, 11, 3; τὰ κατ. = οἱ καταπέλται 9, 41, 5.

Greek (Liddell-Scott)

καταπελτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καταπέλτην, βέλος Στράβ. 330· κ. ὄργανα καὶ βέλη Πολύβ. 11. 11, 3· τὰ κ. (ἐξυπακ. ὄργανα) = καταπέλται, 9. 41, 3· τὸ κ., ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι τὸν καταπέλτην, Διόδ. 14, 42.

Greek Monolingual

καταπελτικός και καταπαλτικός, -ή, -όν (Α) καταπέλτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά
οι καταπέλτες
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή καταπαλτικόν
το αρχαίο «πυροβολικό», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

καταπελτικός: стрелометательный (ὄργανα καὶ βέλῃ Polyb.; βέλος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπελτικός zie καταπαλτικός.