ἀποχώννυμι

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχώννῡμι Medium diacritics: ἀποχώννυμι Low diacritics: αποχώννυμι Capitals: ΑΠΟΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apochṓnnymi Transliteration B: apochōnnymi Transliteration C: apochonnymi Beta Code: a)poxw/nnumi

English (LSJ)

   A bank up a river, etc., X.HG2.2.4,5.2.4; λιμένας ἀπεχώννυσαν Plu.Phoc.11.

German (Pape)

[Seite 336] (s. χώννυμι), durch Aufschütten von Erde abdämmen, verschließen, λιμένας Xen. Hell. 2, 2, 4; ποταμόν 5, 2, 4; Plut. Phoc. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχώννυμι: μέλλ. -χώσω, κλείωφράττω διὰ χωματώσεως, ποταμὸν κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4., 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

fermer par une levée on un retranchement.
Étymologie: ἀπό, χώννυμι.

Spanish (DGE)

obstruir o cerrar con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.HG 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.HG 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.Phoc.11
abs. construir un dique εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique, PWisc.77.39 (III a.C.).

Greek Monotonic

ἀποχώννυμι: μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχώννῡμι: преграждать насыпью, запруживать (λιμένας Xen., Plut.; ποταμόν Xen.).