δεσμευτικός
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for fetters, Pl.Lg.847d.
German (Pape)
[Seite 550] zum Binden tauglich, Plat. Legg. VIII, 847 d.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς δέσιν, Πλάτ. Νόμ. 847D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio para atar, de cordelería κτῆμα δ. adquisición de material de cordelería o atarazana con fines militares, Pl.Lg.847d.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεσμευτικός, -ή, -όν) δεσμεύω
αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμευτικός -ή -όν [δεσμεύω] om mee vast te binden.
Russian (Dvoretsky)
δεσμευτικός: годный для связывания (κτῆμα Plat.).