οἰστροδόνητος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
Greek Monolingual
οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].
Russian (Dvoretsky)
οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).