εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
inf. ao. de ψάλλω.
ψῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του ψάλλω.
ψῆλαι inf. aor. act. van ψάλλω.
ψῆλαι: inf. aor. к ψάλλω.