σκαμμωνία
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
(and σκαμωνία), ἡ,
A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].
Russian (Dvoretsky)
σκαμμωνία: ἡ бот. скаммония (Convolvulus scammonia L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant)