αἰψηροκέλευθος

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηροκέλευθος Medium diacritics: αἰψηροκέλευθος Low diacritics: αιψηροκέλευθος Capitals: ΑΙΨΗΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: aipsērokéleuthos Transliteration B: aipsērokeleuthos Transliteration C: aipsirokelefthos Beta Code: ai)yhroke/leuqos

English (LSJ)

ον,

   A swift-speeding, epith. of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.

Spanish (DGE)

-ον
de rápido paso, de veloz andadurade Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.

Greek Monolingual

αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰψηρὸς + κέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰψηροκέλευθος: быстрый, стремительный (Βορέης Hes.).

Middle Liddell


swift-speeding, of Boreas, Hes.