διόβολος

From LSJ
Revision as of 13:39, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόβολος Medium diacritics: διόβολος Low diacritics: διόβολος Capitals: ΔΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: dióbolos Transliteration B: diobolos Transliteration C: diovolos Beta Code: dio/bolos

English (LSJ)

ον, = foreg.1, διόβλητος, hurled by Zeus, of the thunderbolt,

   A κτύπος S.OC1464 (lyr.), E.Alc.128 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.

Greek Monolingual

διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].

Russian (Dvoretsky)

διόβολος: брошенный Зевсом (πλᾶκτρον πυρὸς κεραυνίου Eur.): κτύπος δ. Soph. гром, ниспосланный Зевсом.