διατυλίσσω
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
Att. διατυλίττω,
A unroll, S.E.M.1.281.
German (Pape)
[Seite 608] auseinanderwickeln, aufrollen, τὴν ποίησιν, Sext. Emp. adv. math. 1, 281.
Greek (Liddell-Scott)
διατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκτυλίσσω, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1.281.
Spanish (DGE)
desenrollar para leer τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.M.1.281.
Greek Monolingual
διατυλίσσω και διατυλίττω (Α)
ξετυλίγω, αναπτύσσω.
Russian (Dvoretsky)
διατῠλίσσω: (о свитке) разворачивать, раскрывать (τὴν Ὁμηρικὴν ποίησιν Sext.).