δωρίζω
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
German (Pape)
[Seite 695] die Dorier nachahmen, bes. wie ein Dorier sprechen; Theocr. 15, 93; Strab. VI p. 333 u. II Sp.
French (Bailly abrégé)
parler dorien.
Étymologie: Δωρίς.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. δωρίσδω Theoc.15.93
1 hablar el dialecto dorio Theoc.l.c., Ps.Dicaearch.3.2, Demetr.Eloc.177, Str.8.1.2, D.Chr.10.23, Plu.Phil.2, 2.421b, A.D.Synt.279.24.
2 componer o cantar en dorio Hsch., en v. pas. δωρίζεται τὰ Ἀλκμᾶνος (ποιήματα) A.D.Synt.279.25.
Greek Monolingual
(I)
δωρίζω και δωρ. τ. δωρίσδω (Α)
1. μιμούμαι τους Δωριείς
2. παθ. είμαι γραμμένος στη δωρική διάλεκτο.———————— (II)
(Μ δωρίζω)
κάνω δωρεά, χαρίζω.
Russian (Dvoretsky)
δωρίζω: дор. δωρίσδω подражать дорянам или говорить на дорическом диалекте Theocr., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωρίζω, Dor. δωρίσδω [Δωρίς: Dorisch] Dorisch spreken.