ἐμμενετικός

From LSJ
Revision as of 14:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμενετικός Medium diacritics: ἐμμενετικός Low diacritics: εμμενετικός Capitals: ΕΜΜΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emmenetikós Transliteration B: emmenetikos Transliteration C: emmenetikos Beta Code: e)mmenetiko/s

English (LSJ)

or ἐμμεν-ητικός, ή, όν,

   A disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις -ητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. -ητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.

German (Pape)

[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): ἐμμενη- Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐ. τῷ λογισμῷ que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. -ῶς con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.

Greek Monolingual

ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).