ἐπιγραμμάτιον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.
German (Pape)
[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.
Greek Monolingual
ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγραμμάτιον: τό небольшое стихотворение из элегических двустиший Plut.
Middle Liddell
ἐπιγραμμάτιον, ου, τό, [Dim. of ἐπίγραμμα, Plut.]