ἰδιοσυγκρισία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
v. ἰδιοσυγκρασία.
German (Pape)
[Seite 1237] ἡ, eigenthümliche Zusammensetzung, Sext. Emp. pyrrh. 1, 79 u. a. Sp.
Greek Monolingual
ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) ιδιοσύγκριτος
η ιδιοσυγκρασία.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιοσυγκρῐσία: ἡ своеобразие, (индивидуальная) особенность: διαφέρομεν ἀλλήλων κατὰ σῶμα ταῖς τε μορφαῖς καὶ ταῖς ἰδιοσυγκρισίαις Sext. мы отличаемся друг от друга физически, по виду и по индивидуальным особенностям.