καλλιτέχνης

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτέχνης Medium diacritics: καλλιτέχνης Low diacritics: καλλιτέχνης Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kallitéchnēs Transliteration B: kallitechnēs Transliteration C: kallitechnis Beta Code: kallite/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A beautiful artist, Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις Epigr.Gr.796.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνης: -ου, ὁ, καλὸς τεχνίτης, καλῶς ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)
τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης, ποικιλο-τέχνης].

Russian (Dvoretsky)

καλλῐτέχνης: искусно работающий, искусный Anacr.