κρηναῖος

From LSJ
Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηναῖος Medium diacritics: κρηναῖος Low diacritics: κρηναίος Capitals: ΚΡΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: krēnaîos Transliteration B: krēnaios Transliteration C: krinaios Beta Code: krhnai=os

English (LSJ)

α, ον, (κρήνη)

   A of, from a spring or fountain, Νύμφαι κρηναῖαι, = Κρηνιάδες, Od.17.240; κ. ὕδωρ spring water, Hdt.4.181; ποτόν S.Tr.14, Ph.21; νασμοί E.Hipp.225 (anap.); γάνος, i.e. the water of Dirce, A.Pers.483; λιβάδες AP9.549 (Antiphil.); K. πύλαι the gate of Dirce (v. Sch.), E.Ph. 1123.

Greek (Liddell-Scott)

κρηναῖος: -α, -ον, (κρήνη) ἐκ πηγῆς ἢ βρύσεως, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, Ὀδ. Ρ. 240· κρ. ὕδωρ, ὕδωρ πηγαῖον, ἐκ κρήνης, Ἡρόδ. 4. 181· κρ. ποτὸν Σοφ. Τρ. 14, Φιλ. 21· νασμοὶ Εὐρ. Ἱππ. 225· κρηναῖον γάνος, ὃ ἐ. τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 483· οὕτω Κρ. πύλαι, αἱ πύλαι τῆς Δίρκης (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1123. II. ὡς οὐσιαστ. κρηναία, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Αʹ, 1208, ἐκτὸς ἂν ἀντὶ τοῦ δίζετο κρηναίης, ἀναγνώσωμεν, δίζητο κρήνης.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de source, de fontaine.
Étymologie: κρήνη.

English (Autenrieth)

(κρήνη): of the fount, νύμφαι, fountain-nymphs, Od. 17.240†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και κρηνιάς)
αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος, μοιρ-αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα -ιάς (πρβλ. ορεστ-ιάς, ποντ-ιάς)].

Greek Monotonic

κρηναῖος: -α, -ον (κρήνη), προερχόμενος από κρήνη ή πηγή, Νύμφαι κρηναῖαι = Κρηνιάδες, σε Ομήρ. Οδ.· κρ. ὕδωρ, το αναβλύζον από πηγή νερό, σε Ηρόδ.· κρ. ποτόν, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κρηναῖος: 1) живущий в источнике (Νύμφαι Hom.);
2) ключевой (ὕδωρ Her.; νασμοί Eur.; ὕδατα Arst.; λιβάδες Anth.): κρηναῖον γάνος Aesch. утоление, даваемое источником.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηναῖος -α -ον [κρήνη] behorend bij een bron, bron-:. κρουνοὶ... κρηναίου ποτοῦ stromen bronwater Soph. Tr. 14; Κρηναῖαι πύλαι Bronpoort (in Thebe) Eur. Phoen. 1123.