λόγχιμος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.
Greek Monolingual
λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.
Middle Liddell
λόγχῐμος, ον λόγχη
of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, Aesch.