Μολοσσία
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
v. Μολοσσός.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Molossie, contrée d’Épire.
Étymologie: Μολοσσός.
English (Slater)
Μολοσσία in Epirus, later Thesprotia. Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.38)
Russian (Dvoretsky)
Μολοσσία: атт. Μολοττία ἡ Молоссия (область в центральном Эпире) Pind., Eur. etc.