ὁσσάκι
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
Ion. and Ep. for ὁσάκις.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσσάκῐ: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὁσάκις.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ὁσάκις.
English (Autenrieth)
as often as.
Greek Monolingual
ὁσσάκι (Α)
επίρ. (ιων. και επικ. τ.) βλ. οσάκις.
Greek Monotonic
ὁσσάκῐ: Ιων. και Επικ. αντί ὁσάκις.
Russian (Dvoretsky)
ὁσσάκῐ: adv. эп. = ὁσάκις.