πάμφθαρτος

From LSJ
Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφθαρτος Medium diacritics: πάμφθαρτος Low diacritics: πάμφθαρτος Capitals: ΠΑΜΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pámphthartos Transliteration B: pamphthartos Transliteration C: pamfthartos Beta Code: pa/mfqartos

English (LSJ)

ον,

   A all-destroying, μόρος A.Ch.296.

German (Pape)

[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.

Greek Monolingual

πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].

Greek Monotonic

πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφθαρτος: всеистребляющий, губительный (μόρος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφθαρτος -ον [πᾶς, φθείρω] allesvernietigend.