παροψωνέω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A buy dainties, Cratin.92, Ar.Ec.226.
German (Pape)
[Seite 528] ein leckerhaftes Gericht neben, außer den übrigen einkaufen; Ar. Eccl. 226; Cratin. bei Ath. IV, 171 b.
Greek (Liddell-Scott)
παροψωνέω: ἀγοράζω παροψήματα ἢ ἡδύσματα, Κρατῖνος ἐν «Κλεοβουλίναις» 8, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 226.
Russian (Dvoretsky)
παροψωνέω: (тайком) покупать лакомства Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροψωνέω [παροψίς, ὠνέομαι] delicatessen\n of lekkere hapjes kopen.