πάρμονος
From LSJ
English (LSJ)
poet. for παράμονος.
German (Pape)
[Seite 524] poet. statt παράμονμος, Pind. u. Theogn.
English (Slater)
πάρμονος
1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. (N. 8.17)
Greek Monolingual
-ον, Α
ποιητ. τ. του παράμονος.
Russian (Dvoretsky)
πάρμονος: (= παράμονος) Pind. = παραμόνιμος.