περίορθρον
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
German (Pape)
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
Russian (Dvoretsky)
περίορθρον: τό рассвет Thuc.
English (Woodhouse)
(see also: περίορθρος) time just before daybreak