περιτρίβω

From LSJ
Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρίβω Medium diacritics: περιτρίβω Low diacritics: περιτρίβω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΙΒΩ
Transliteration A: peritríbō Transliteration B: peritribō Transliteration C: peritrivo Beta Code: peritri/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 (Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη… περιτρῐβείς (aor. 2 Pass.) Lyc.790 : metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5.    II smear, τί τινι Nonn. D.6.190,41.110.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum abreiben, περιτριβείς Lycophr. 790.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρίβω: μέλλ. -ψω, τρίβω ὁλόγυρα ἢ φθείρω, ὁ χρόνος π. τὸ ἄγαλμα Φιλόστρ. 673, πρβλ. 797· πτερὰ περιτετριμμένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 50· κόγχος ἅλμῃ... περιτριβεὶς (μετοχ. ἀορ. β΄ παθ.) Λυκόφρ. 790.

French (Bailly abrégé)

frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.
Étymologie: περί, τρίβω.

Greek Monolingual

ΜΑ
τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)
μσν.
τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)
αρχ.
1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοι
τα περιτρίμματα.

Russian (Dvoretsky)

περιτρίβω: (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).