πολυνίκης
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A a frequent conqueror, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
souvent vainqueur.
Étymologie: πολύς, νικάω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερο-νίκης, ολυμπιο-νίκης].
Russian (Dvoretsky)
πολυνίκης: ου (ῑ) ὁ многократный победитель Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνίκης -ες [πολύς, νικάω] vaak winnend.