πορθμήϊον
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
Ion. for πορθμεῖον.
German (Pape)
[Seite 683] τό, ion. = πορθμεῖον, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πορθμεῖον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πορθμείο.
Greek Monotonic
πορθμήϊον: Ιων. αντί πορθμεῖον.
Russian (Dvoretsky)
πορθμήϊον: τό ион. = πορθμεῖον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορθμήϊον, τό, Ion. voor πορθμεῖον.