προσαρκέω

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαρκέω Medium diacritics: προσαρκέω Low diacritics: προσαρκέω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΚΕΩ
Transliteration A: prosarkéō Transliteration B: prosarkeō Transliteration C: prosarkeo Beta Code: prosarke/w

English (LSJ)

   A give aid, succour, assist, τινι S.OT141; ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν ib.12; ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Id.OC72; τοῖς πᾶσιν εἶξαι καὶ π. χάριν Id.Fr.524.2: abs., E.Hec.862:—Pass., to be satisfied, c. part., Longin. ap. Porph.Plot.20.

German (Pape)

[Seite 752] (s. ἀρκέω), genügen, hinreichenden Beistand leisten, τινί, Soph. O. R. 141, vgl. 12; Eur. Hec. 862; übh. gewähren, leisten, darbieten, ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα, Soph. O. C. 72, der auch προσαρκέσας χάριν frg. 469 verbindet, Conject.; Plat. Theaet. 168 c; Plut. Fab. 27. – S. προσάρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσαρκέω: μέλλ. -έσω, παρέχω τὴν ἀναγκαίαν βοήθειαν, βοηθῶ, συντρέχω, τινι Σοφ. Ο. Τ. 141· ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ πρ. πᾶν αὐτόθι 12· ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα Ο. Κ. 72· τοῖς πᾶσι δεῖξαι καὶ πρ. χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 470· πρβλ. προσάρχομαι· ἀπολ., Εὐρ. Ἑκ. 862. ― Παθ., ἀρκοῦμαι, ἱκανοποιοῦμαι μετὰ μετοχ., Λογγίν. Ἀποσπ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de : τινι de qqn ; τι assister en qch.
Étymologie: πρός, ἀρκέω.

Greek Monotonic

προσαρκέω: μέλ. -έσω, παρέχω την αναγκαία βοήθεια, συντρέχω, βοηθώ, τινί, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προσαρκέω: приходить на помощь, помогать (τινι Soph.): ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ π. πᾶν Soph. ибо я желал бы помочь всем, (чем могу); εἰς βοήθειαν π. τινι Plat. оказывать кому-л. помощь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αρκέω extra hulp bieden:. ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα opdat hij door een klein beetje te helpen, groot voordeel zal behalen Soph. OC 72.