σκορδύλη
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A a young tunny-fish, Arist.HA571a16; cf. κορδύλη 111.
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, = κορδύλη; Arist. H. A. 6, 17; vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκορδύλη: [ῠ], ἡ, μικρὸς ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ θύννου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 13, Ἡσύχ.· πρβλ. κορδύλη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος ψαριού, η κορδύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορδύλη (βλ. λ)].
Russian (Dvoretsky)
σκορδύλη: ἡ зоол. молодой тунец Arst.
Frisk Etymological English
See also: s. κορδύλη.