συγκύρησις

From LSJ
Revision as of 13:02, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρησις Medium diacritics: συγκύρησις Low diacritics: συγκύρησις Capitals: ΣΥΓΚΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: synkýrēsis Transliteration B: synkyrēsis Transliteration C: sygkyrisis Beta Code: sugku/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A concurrence, coincidence, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Epicur.Ep.2p.43U.; conjuncture, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, = Vorigem; Pol. 9, 12, 6; S. Emp. pyrrh. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύρησις: ἡ, σύμπτωσις, κατὰ συγκυρήσεις καιρῶν Διογ. Λ. 10. 98· συνδρομὴ περιστάσεων, Πολύβ. 9. 12, 6.

Greek Monolingual

και πιθ. σύγκυρσις, -ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)]
1. συγκυρία
2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

συγκύρησις: εως (ῠ) ἡ стечение обстоятельств, случайное совпадение Polyb., Diog. L., Sext.