τριηραρχέω

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἀλλ᾽ ἡ τυραννὶς πολλά τ᾽ ἄλλ᾽ εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ᾽ ἃ βούλεται → But tyranny is a happy state in many ways, and the tyrant has the power to act and speak as they wish

Sophocles, Antigone, 506-507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηραρχέω Medium diacritics: τριηραρχέω Low diacritics: τριηραρχέω Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΕΩ
Transliteration A: triērarchéō Transliteration B: triērarcheō Transliteration C: triirarcheo Beta Code: trihrarxe/w

English (LSJ)

pf.

   A τετριηράρχηκα Isoc.15.145, Lycurg.139:—command a trireme, Hdt.8.46, Th.4.11: c. gen., τ. νεός Hdt.7.181; τῆς Παράλου Is.5.42; τ. ἐς Κύπρον Lys.19.25.    II at Athens, and in the empires of the Diadochi, to be trierarch, i.e. fit out a trireme for the public service, Ar.Eq.912 (lyr.), Ra.1065 (anap.); τ. πολλά Antipho 2.2.12; τριηραρχίας πολλὰς τ. Lys.13.62; Γνώμη, . . ἧς ἐτριηράρχει Ἀπολλόδωρος IG22.1627.250; εἰς τὴν ναῦν ἣν τριηραρχεῖ PCair.Zen.36.5 (iii B. C.); οἶκος τριηραρχῶν a family wealthy enough for the trierarchy, Is.7.32; ὅσοι . . τετριηραρχήκασι (at Teos and Lebedos) SIG344.66 (iv B. C.):—Pass., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται has trierarchs found it, X.Ath.1.13.    III in the cult of Isis, equip the sacred ship, τριηραρχήσαντα ἱεροπρεπῶς LW1143 (Cius): cf. ναυβατέω, ναυαρχέω.

Greek (Liddell-Scott)

τριηραρχέω: πρκμ. τετριηράρχηκα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 145, Λυκοῦργ. 167. 34. Εἶμαι τριήραρχος, κυβερνῶ τριήρη, ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος Ἡρόδ. 8. 46, Θουκ. 4. 11· ὡσαύτως μετὰ γεν., τρ. νηὸς Ἡρόδ. 7. 181· τριηραρχῶν τῆς Παράλου Ἰσαῖος 55. 19· τριηραρχῶν ἐς Κύπρον Λυσί. 154. 13. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι τριήραρχος, δηλ. ἐξοπλίζω τριήρη εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 912, Βάτρ. 1065 τρ. πολλὰ Ἀντιφῶν 117. 33· τρ. τριηραρχίαν Λυσί. 135. 31· οἶκος τριηραρχῶν, οἰκογένεια ἱκανῶς πλουσία πρὸς τριηραρχίαν, Ἰσαῖος 66. 38· ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθητ., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται Ξεν. Ἀθην. 1, 13. ― Πρβλ. τριηραρχία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. τετριηράρχηκα;
1 commander une trière ; τρ. νηός HDT m. sign.
2 équiper une trière.
Étymologie: τριήραρχος.

Greek Monotonic

τριηραρχέω: μέλ. τριηραρχήσω, παρακ. τετριηράρχηκα·
I. είμαι τριήραρχος, κυβερνώ τριήρη, σε Ηρόδ., Θουκ.· με γεν., τριηραρχέω νηός, σε Ηρόδ.
II. στην Αθήνα, είμαι τριήραρχος, δηλ. εξοπλίζω τριήρη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Αριστοφ.· Παθ., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τριηραρχέω: 1) командовать триерой Her., Thuc.;
2) (о судах вообще) командовать (νηός Her.; τ. πεντήρους Polyb.);
3) (в Афинах) снаряжать (на свой счет) триеру: τ. τριηραρχίαν Lys. снаряжать триеру; τ. εἰς Κύπρον Lys. снаряжать триеру на Кипр; οἶκος τριηραρχῶν Isae. дом, обязанный (по своему имущественному положению) снарядить триеру.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηραρχέω [τριήραρχος] triërarch zijn; ook met gen.: τ. νεός van een schip Hdt. 7.181.1. in Athene financier van een triëre zijn.