ὑποκύομαι

From LSJ
Revision as of 02:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

English (Autenrieth)

aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.

Greek Monotonic

ὑποκύομαι: Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκύομαι: становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην τέκε Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.

Middle Liddell


Mid. to conceive, become pregnant, ὑποκῡσᾰμένη (not -κυσσαμένἠ, Hom., Hes.