φελόνης
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
φελόνιον,
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = φαινόλης, zw.
Greek (Liddell-Scott)
φελόνης: φελόνιον, πλημμελεῖς τύποι ἀντὶ φαινόλης, φαινόλιον.
English (Strong)
by transposition for a derivative probably of φαίνω (as showing outside the other garments); a mantle (surtout): cloke.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. φαιλόνης.
Russian (Dvoretsky)
φελόνης: ου ὁ NT v. l. = φαινόλης.
Chinese
原文音譯:felÒnhj 費羅尼士詞類次數:名詞(1)
原文字根:樹皮
字義溯源:斗篷,外衣^;或出自(φαίνω)=發光),而 (φαίνω)出自(φῶς)=光), (φῶς)又出自(φαῦλος)X=照耀*)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 外衣(1) 提後4:13