Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειρόμακτρον

From LSJ
Revision as of 20:40, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόμακτρον Medium diacritics: χειρόμακτρον Low diacritics: χειρόμακτρον Capitals: ΧΕΙΡΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: cheirómaktron Transliteration B: cheiromaktron Transliteration C: cheiromaktron Beta Code: xeiro/maktron

English (LSJ)

τό,

   A cloth for wiping the hands, towel, napkin, Hdt.4.64, Ar.Fr.502, X.Cyr.1.3.5, PCair.Zen. 87.8, al. (iii B.C.): the Scythians used scalps as χειρόμακτρα, Hdt.l.c.: hence Σκυθιστὶ χ. ἐκκεκαρμένος S.Fr.473.    II head-cloth, used by women, Sapph.44, Hecat.358 J., and perhaps so in Hdt.2.122, χ. χρύσεον, [Written χειρώμακτρον PRev.Laws 94.4 (iii B.C.), PEnteux.38.3,9 (iii B.C.), but χειρόμακτρον PCair.Zen. Il.cc. (iii B.C.): -ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργ-νυμι.]

German (Pape)

[Seite 1346] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόμακτρον: τό, ὡς καὶ νῦν, μάκτρον τῆς χειρός, τεμάχιον ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅθενφράσις Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. εἶδος κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, Ἑκαταῖος 329, καὶ ἴσως οὕτως ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
essuie-mains, serviette.
Étymologie: χείρ, μάσσω.

Greek Monotonic

χειρόμακτρον: τό, ύφασμα για το σκούπισμα των χεριών, πετσέτα, πετσέτα φαγητού, Λατ. mantile, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χειρόμακτρον: τό
1) полотенце или салфетка Her., Soph., Arph., Xen., Luc.;
2) косынка, головной платок Sappho.