κατέσσυτο
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.
English (Autenrieth)
see κατασεύομαι.
Greek Monotonic
κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσσυτο indic. aor. 3 sing. van κατασεύομαι.