πεντεκαίδεκα

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεκαίδεκα Medium diacritics: πεντεκαίδεκα Low diacritics: πεντεκαίδεκα Capitals: ΠΕΝΤΕΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: pentekaídeka Transliteration B: pentekaideka Transliteration C: pentekaideka Beta Code: pentekai/deka

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc. ; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51 ; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.

German (Pape)

[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.

Greek Monolingual

και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.

Russian (Dvoretsky)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.

Middle Liddell

fifteen, Hdt., etc.