σπαργανίζω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
= σπαργανάω (swaddle, wrap in swaddling-clothes, swathe), Hes. Th.485.
German (Pape)
[Seite 917] wie σπαργανόω, einwindeln, Hes. Th. 485.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνίζω: σπαργανόω, Ἡσ. Θ. 485.
French (Bailly abrégé)
c. σπαργανόω.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαργανίζω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.