συρραφή

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.