συναπόδημος

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.

Russian (Dvoretsky)

συναπόδημος: ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπόδημος -ου, ὁ [σύν, ἀπόδημος] reisgenoot.