σχέμεν
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
v. ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de ἔχω.
English (Autenrieth)
see ἔχω.
Greek Monotonic
σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
σχέμεν: эп. = σχεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχέμεν ep. inf. them. aor. van ἔχω.