συνεποκέλλω

From LSJ
Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεποκέλλω Medium diacritics: συνεποκέλλω Low diacritics: συνεποκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synepokéllō Transliteration B: synepokellō Transliteration C: synepokello Beta Code: sunepoke/llw

English (LSJ)

   A put on land together, Plu.2.161a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.

Greek Monolingual

Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.