νάννας

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάννας Medium diacritics: νάννας Low diacritics: νάννας Capitals: ΝΑΝΝΑΣ
Transliteration A: nánnas Transliteration B: nannas Transliteration C: nannas Beta Code: na/nnas

English (LSJ)

ὁ, or νάννα, ἡ,

   A maternal or paternal uncle or aunt, Hsch.; cf. νέννος. νάννη, ἡ, maternal aunt, Id.

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, = νέννος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάννας: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. νέννος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
tonton (mot d’enfant).
Étymologie: DELG v. νέννος.

Greek Monolingual

νάννας, ὁ, θηλ. νάννα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θείος ή θεία από τον πατέρα ή από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. νέννος.

Frisk Etymological English

-αν See also: s. νέννος.

Frisk Etymology German

νάννας: -α
{nánnas}
See also: s. νέννος.
Page 2,287