μάνδαλος

From LSJ
Revision as of 11:48, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάνδᾰλος Medium diacritics: μάνδαλος Low diacritics: μάνδαλος Capitals: ΜΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: mándalos Transliteration B: mandalos Transliteration C: mandalos Beta Code: ma/ndalos

English (LSJ)

ὁ,

   A = βάλανος 11.4, Zeno Med. ap. Erot.s.v. ἄμβην, Artem. 2.10:—hence μανδᾰλ-όω, Hsch. s.v. τυλαρώσας; μανδᾰλ-ωτός, ή, όν, with the bolt shot, -τόν· εἶδος φιλήματος, perh. kiss with the tongue protruded, Phot., cf. Telecl.13: hence, lascivious, μέλος… κατεγλωττισμένον καὶ μ. Ar. Th.132.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, der Thürriegel, Artemid. 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μάνδᾰλος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, = βάλανος ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - ἐντεῦθεν μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - ἐντεῦθεν πάλιν μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, φίλημα μ., φίλημα γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον φίλημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· ὅθεν: μέλος... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
verrou.
Étymologie: DELG terme techn., sans étym.

Greek Monolingual

ο (AM μάνδαλος)
βλ. μάνταλος.

Russian (Dvoretsky)

μάνδᾰλος: ὁ засов или болт (ср. μανδαλωτόν).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bolt of a door (Med. ap. Erot., Artem.).
Derivatives: μανδαλώσας shutting (H. s. τυλαρώσας), μανδαλωτός shut with a bolt (com., Phot.), also a lascivious kiss.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Technical word in -αλον (Chantraine Form. 245 f.) without etymology; cf. on μάνδρα. How ἀμάνδαλον = ἀφανές (Alc. Z 81), ἀμανδαλοῖ ἀφανίζει, βλάπτει H. must be semantically connected, is uncertain (cf. s. v.); suggestion in Lewy Fremdw. 114. - See on μανδάκης.