νάβλα
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ,
A a musical instrument of ten or (acc. to J.AJ7.12.3) of twelve strings, cj. in S.Fr.849, cf. LXX 1 Ki.10.5, al.:—also νάβλας, α, ὁ, Sopat.16, Philem.44, Str.10.3.17; cf. ναῦλον 1. (Semitic word, cf. Hebr. nēbel; Phoenician, acc. to Ath.4.175b.). II dub. sens. in acc. τὸν νάβλα, OGI175.9 (Egypt, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 227] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch ναῦλα.
Greek (Liddell-Scott)
νάβλα: ἡ, μουσικόν τι ὄργανον ἔχον δέκα ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) δώδεκα χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 (ἔνθα τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως εἶναι: ναῦλα, ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο ὄργανον Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, ὅπερ συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς μετὰ τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. ὡσαύτως βάρβιτος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ ψαλτήριον. ἢ κιθάρα», καὶ «νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ ὄργανον».
Greek Monolingual
η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ)
είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῦτον εὕρημα», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάβλας].
Russian (Dvoretsky)
νάβλα: ἡ набла (род струнного инструмента) Soph. ap. Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a Phoenician lyre with 10 or 12 strings (Soph.Fr. 849 [uncertain conj.], LXX).
Other forms: -ας m. (com., Str.), also ναῦλα f. (Aq., Sm.), -ον n. (H.).
Derivatives: ναβλίζω = ψάλλω (Gloss.) with ναβλιστής m. player of a n. (Euph.), also ναβλιστο-κτυπεύς id. (Man. 4, 185), for *ναβλο-κτύπος (through cross and with formally enlarging -ευς), f. ναβλίστρια (Maced.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Like the instrument the name was prob. also Phoenician; cf. Hebr. nēbel name of a harp; more in Lewy Fremdw. 161. The word seems to have meant originally vase. DELG speaks of the harp as "avec son mouvement arrondi". E. Masson Emprunts 67 - 69; Meurgon, Melanges Carcopino 518 - 522. -- Lat. LW [loanword] nablium, nablum, s. W.-Hofmann s.v. Etruscan has naplan, designating a cup.